συγγενεύω

συγγενεύω
[сингэнэво] ρ вступать в родство.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συγγενεύω" в других словарях:

  • συγγενεύω — συγγενεύω, συγγένεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγγενεύω — Ν [συγγενής] 1. είμαι ή γίνομαι συγγενής με κάποιον 2. συνεκδ. παρουσιάζω ομοιότητες με κάτι …   Dictionary of Greek

  • συγγενεύω — συγγένεψα 1. έχω συγγένεια με κάποιον ή γίνομαι συγγενής: Μ αυτόν το γάμο συγγένεψαν. 2. έχω ομοιότητες με κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαμβρεύω — (Α) [γαμβρός] 1. συγγενεύω με γάμο 2. (για άντρα) γαμβρεύομαι παντρεύομαι …   Dictionary of Greek

  • εγγίζω — και αγγίζω και εγγιάζω και γγιάζω (AM ἐγγίζω) 1. είμαι κοντά, πλησιάζω 2. πλησιάζω το χέρι μου σε κάτι ώστε να ακουμπώ 3. (για χρόνο) πλησιάζω, κοντεύω («ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῡ Θεοῡ», ΚΔ Μάρκ.) μσν. νεοελλ. 1. πλησιάζω ερωτικά 2. πειράζω, ενοχλώ …   Dictionary of Greek

  • εδικώνω — κάνω κάποιον δικό μου, συγγενεύω με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • επαλλάσσω — (Α ἐπαλλάσσω και αττ. τ. ἐπαλλάττω) αλλάζω αμοιβαία ή διαδοχικά τη θέση προσώπων ή πραγμάτων νεοελλ. (λογ.) «επαλλάσσουσες έννοιες» οι έννοιες που περιέχονται στο πλάτος τής ίδιας έννοιας, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους στο πλάτος και στο βάθος, οι… …   Dictionary of Greek

  • συγγενειάζω — ΝΑ [συγγένεια] συγγενεύω νεοελλ. γίνομαι συγγενής εξ αγχιστείας με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • έχω — πρτ. είχα 1. κρατώ στα χέρια μου: Μην πλησιάζεις, έχω μαχαίρι. 2. διαθέτω, είμαι κάτοχος, ιδιοκτήτης: Έχω σπίτια. 3. σχετίζομαι, συγγενεύω, συνδέομαι: Έχω αδέρφια. 4. μτφ., αξίζω, κοστίζω: Πόσο έχουν οι ντομάτες; 5. θεωρώ, νομίζω: Τον είχα για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»